- κομμοω
- κομμόωукрашать, прикрашивать
(αὑτόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αὑτόν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κομμοῦν — κομμόω beautify pres part act masc voc sg κομμόω beautify pres part act neut nom/voc/acc sg κομμόω beautify pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμούμεναι — κομμόω beautify pres part mp fem nom/voc pl κομμόω beautify pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμου — κομμόω beautify pres imperat act 2nd sg κομμόω beautify imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμων — κομμόω beautify imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κομμόω beautify imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκόμμουν — κομμόω beautify imperf ind act 3rd pl κομμόω beautify imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμοῦνται — κομμόω beautify pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμοῦντες — κομμόω beautify pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμοῦσθαι — κομμόω beautify pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωθεῖσα — κομμόω beautify aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμωθέντας — κομμόω beautify aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμῶσαι — κομμόω beautify aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)